κλάετε

κλάετε
κλά̱ετε , κλαίω
cry
pres imperat act 2nd pl (attic)
κλά̱ετε , κλαίω
cry
pres ind act 2nd pl (attic)
κλά̱ετε , κλαίω
cry
imperf ind act 2nd pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οβολοστάτης — ὀβολοστάτης, ου, ὁ, θηλ. ὀβολοστάτις, ιδος (Α) αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. ο αισχοκερδής δανειστής, ο τοκογλύφος («κλάετε ὀβολοστάται αὐτοί τε καὶ τἀρχαῑα καὶ τόκοι τόκων», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + στάτης (< συνεσταλμένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”